- ζουμιάζω
- αμετ1) становиться водянистым, жидким (об обеде); 2) наливаться соком; созревать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουμιάζω — [ζουμί] 1. (κυρίως για φαγητό) έχω πολύ ζουμί, γίνομαι ζουμερός 2. (για φρούτα) ωριμάζω και αποκτώ τον απαιτούμενο χυμό («άρχισαν να ζουμιάζουν τα σταφύλια») … Dictionary of Greek
ζουμιάζω — ιασα, ζουμιασμένος, η, ο, αμτβ. 1. γίνομαι ζουμερός (περισσότερο από όσο πρέπει): Ζούμιασε ο μπακλαβάς. 2. αποκτώ όσο πρέπει χυμό: Τα πορτοκάλια ζούμιασαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)